τορνεύματα

τορνεύματα
τόρνευμα
whirling motion
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τορνεύματ' — τορνεύματα , τόρνευμα whirling motion neut nom/voc/acc pl τορνεύματι , τόρνευμα whirling motion neut dat sg τορνεύματε , τόρνευμα whirling motion neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… …   Dictionary of Greek

  • καρρούκα — καρρούκα, ἡ (Α) (στους Ρωμαίους) μικρό τετράτροχο αμάξι στολισμένο συνήθως με τορνεύματα αργύρου και χρυσού ή με ενθέματα ελεφαντοστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carrūca] …   Dictionary of Greek

  • τόρνευμα — το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω] νεοελλ. 1. η τόρνευση, το τορνάρισμα 2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο μσν. αρχ. στον πληθ. τὰ τορνεύματα τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα αρχ. η περιστροφική κίνηση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”